- ζειροφόρος
- ζειροφόρος, -ον (Α)αυτός που φοράει ζειρά*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζειρά + -φορος < φέρω (πρβλ. ελπιδο-φόρος, θανατη-φόρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζειροφόρος — wearing a masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζειροφόρους — ζειροφόρος wearing a masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)